δισκοειδής

δισκοειδής
-ές (AM δισκοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα δίσκου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δισκοειδής — quoit shaped masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισκοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που μοιάζει με δίσκο, που έχει σχήμα δίσκου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δισκοειδῆ — δισκοειδής quoit shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δισκοειδής quoit shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δισκοειδής quoit shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισκοειδεῖ — δισκοειδής quoit shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) δισκοειδής quoit shaped masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισκοειδές — δισκοειδής quoit shaped masc/fem voc sg δισκοειδής quoit shaped neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • βολβός — Μικρός υπόγειος βλαστός, που αποτελείται από πολλά παχιά, αποχρωματισμένα φύλλα, σαν πλατιά λέπια ή σαν χιτώνες, έτσι ώστε το ένα καλύπτει το άλλο, σε ομόκεντρη κυκλική ή σπειροειδή διάταξη. Στο κέντρο του β. και πάνω από τον δισκοειδή βλαστητικό …   Dictionary of Greek

  • δισκώδης — ες [δίσκος] ο δισκοειδής …   Dictionary of Greek

  • πλακώδιο — το, Ν βιολ. δισκοειδής εμβρυϊκός σχηματισμός τής κεφαλής που δίδει τα εξωβλαστικά παράγωγα αισθητηρίων οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. placode (< πλακώδης)] …   Dictionary of Greek

  • υμενόσπορο — (hymenosporum). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των Πιττοσποριδών, με μοναδικό είδος το υ. το Ξανθό, που φυτρώνει στην Αυστραλία. Πρόκειται για θάμνο ή αειθαλές δέντρο, με ύψος ως 15 μ. Έχει μεγάλα φύλλα σε δέσμες και άνθη κίτρινα ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”